- ὑποκελεύω
- ὑπο-κελεύω,A do the duty of a boatswain, give the time in rowing, Luc.Cat.19:—hence [suff] ὑπο-κέλευσμα, ατος, τό, Sch. ad loc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκελεύω — ὑποκελεύω ΝΑ [κελεύω] νεοελλ. ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα τού αξιωματικού τής φυλακής αρχ. επιτελώ το έργο τού κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες … Dictionary of Greek
ὑποκελεῦσαι — ὑποκελεύω do the duty of a boatswain aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
υποκέλευσμα — εύσματος, τὸ, Α [υποκελευω] ναυτική ωδή σύμφωνα με τον ρυθμό τής οποίας κωπηλατούσαν οι ερέτες … Dictionary of Greek